"Τελικά το ξύλο που βρέθηκε πεταμένο στην αυλή φταίει."
"Τελικά το ξύλο που βρέθηκε πεταμένο στην αυλή φταίει."
Στο εικονιζόμενο διόραμα απεικονίζεται το Μνημείο Πεσόντων Αεροπόρων στα Αθίκια Κορινθίας.
Το παρακάτω κιτ στην 1:144 της Revell αποτυπώνει την στιγμή της απογείωσης του διαστημικού λεωφορείου Atlantis.
To Messerschmitt Me 262, με παρατσούκλι Schwalbe (γερμανικά: χελιδόνι) στην έκδοση μαχητικού ή Sturmvogel (γερμανικά: πουλί της καταιγίδας) στις εκδόσεις μαχητικού-βομβαρδιστικού, ήταν το πρώτο λειτουργικό αεριωθούμενο μαχητικό αεροσκάφος. Ο σχεδιασμός του είχε αρχίσει πριν την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά προβλήματα με τις μηχανές, την μεταλλουργία και καθυστερήσεις λόγω των βομβαρδισμών σήμαιναν ότι το σκάφος εντάχθηκε στο δυναμικό της Λουφτβάφε στα μέσα του 1944. Το Me 262 ήταν ταχύτερο και πιο βαριά θωρακισμένο από όλα τα μαχητικά των Συμμάχων, συμπεριλαμβανομένου του βρετανικού αεριωθούμενου Gloster Meteor. Το Me 262 ήταν ένα από τα προηγμένα σχέδια σε υπηρεσιακή χρήση κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ο ρόλος του περιελάμβανε επίσης το ελαφρύ βομβαρδιστικό, αναγνωριστικό και πειραματικές νυχτερινές εκδόσεις.
Οι πιλότοι του Me 262 κατέρριψαν συνολικά 542 συμμαχικά αεροσκάφη, αν και αναφέρονται και μεγαλύτεροι αριθμοί. Οι Σύμμαχοι αντιστάθμισαν την αποτελεσματικότητά του στον αέρα επιτιθέμενοι στο αεροσκάφος στο έδαφος ή κατά τη διάρκεια της απογείωσης ή της προσγείωσης. Λόγω ελλείψεων σε στρατηγικά υλικά και σχεδιαστικούς συμβιβασμούς στον αξονικό τουρμποτζέτ κινητήρα Junkers Jumo 004 οδήγησαν σε προβλήματα αξιοπιστίας. Συμμαχικές επιθέσεις στις γραμμές τροφοδοσίας καυσίμου προς το τέλος του πολέμου μείωσαν ακόμη περισσότερο την αποτελεσματικότητά του ως μαχητικό. Η παραγωγή εντός Γερμανίας στράφηκε σε αεροσκάφη που κατασκευάζονταν ευκολότερα. Εν τέλει, η επιρροή του Με 262 στον πόλεμο ήταν αμελητέα, αποτέλεσμα της καθυστερημένης εισαγωγής του και του μικρού αριθμού που τέθηκαν σε υπηρεσία.
Ενώ η χρήση του αεροσκάφους από τους Γερμανούς τέλειωσε με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου, ένας μικρός αριθμός συνέχισε να υπηρετεί με την αεροπορία της Τσεχοσλοβακίας μέχρι το 1951. Επηρέασε επίσης σημαντικά πολλά αεροσκάφη, όπως τα Sukhoi Su-9 (1946) και Nakajima Kikka. Τα Me 262 που κατέλαβαν οι μεγάλες δυνάμεις μελετήθηκαν και ελέγχθηκαν εν πτήση και τελικά επηρέασαν τον σχεδιασμό των μεταπολεμικών αεροσκαφών, όπως τα North American F-86 Sabre, MiG-15 και Boeing B-47 Stratojet. Πολλά αεροσκάφη σώζονται ως στατικά εκθέματα σε μουσεία και υπάρχουν πολλές αναπαραγωγές φτιαγμένες από ιδιώτες που χρησιμοποιούν σύγχρονους κινητήρες.
Στην τηλεταινία «I Am Ruth», η Κέιτ Γουίνσλετ υποδύεται μια μητέρα που προσπαθεί να βοηθήσει την έφηβη κόρη της την οποία βλέπει να βυθίζεται στον κόσμο των σόσιαλ μίντια (θα προβληθεί στο Channel 4). «Γυρίζεις σπίτι σε ένα δήθεν ασφαλές μέρος μακριά από το σχολείο, αλλά αυτό δεν συμβαίνει λόγω των σόσιαλ μίντια», λέει κάποια στιγμή η μία από τις τέσσερις 15χρονες ηρωίδες του επίσης βρετανικού ντοκιμαντέρ «Heart Eyes and a World» (2021), που εξερευνά την τάση των εφήβων να παρουσιάζουν τον εαυτό τους με αλληλουχίες από σέλφι (προβάλλεται αυτή την Κυριακή στο Παιδικό & Εφηβικό Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Αθήνας). Πόσο διαδεδομένο πρόβλημα είναι τελικά η εξάρτηση από τα κοινωνικά δίκτυα; Και πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει ο κόσμος από likes, followers, emojis και DMs;
Σε έρευνα που είχε πραγματοποιήσει η Μονάδα Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ) ΕΚΠΑ προ πανδημίας είχαν εντοπιστεί πολύ υψηλά ποσοστά εθισμού των νέων στο Ιντερνετ (30%-40% του εφηβικού πληθυσμού), με τη σοβαρή συμπεριφορά εξάρτησης να αγγίζει το 8%. Εν μέσω πανδημίας, τα αντίστοιχα ποσοστά έφτασαν το 50%-60%, με τη σοβαρή συμπεριφορά εξάρτησης να φτάνει το 15%. «Πάνω από το 40% των κλήσεων αφορά συμπεριφορές εξάρτησης από το Διαδίκτυο, ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά στην Ευρώπη», λέει στην «Κ» ο Γιώργος Κορμάς, γιατρός και υπεύθυνος της γραμμής βοήθειας του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου (210-60.07.686, help-line.gr). Οπως λέει, σε ό,τι αφορά τον εθισμό στα κοινωνικά δίκτυα, το μεγαλύτερο πρόβλημα εστιάζεται στο Instagram και στο Tik Tok. «Το Tik Tok είναι ένας συνδυασμός του Musical.ly (σ.σ. παλιότερη πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης, στην οποία οι χρήστες μοιράζονταν σύντομα βίντεο με συγχρονισμό των χειλιών) με το Chatroueltte (ιστότοπος που συνδυάζει τυχαίους χρήστες για συνομιλία με βίντεο). Έχει δηλαδή το στοιχείο της εναλλαγής και της αναμονής, που κρατάει τα παιδιά σε διέγερση, με αποτέλεσμα να λειτουργεί εθιστικά. Τα παιδιά δεν μπορούν να βάλουν όριο στο πόσο θα παρακολουθήσουν, με αποτέλεσμα τα περισσότερα περιστατικά εξάρτησης να τα παρατηρούμε εδώ».
Σε ό,τι αφορά τον εθισμό στα κοινωνικά δίκτυα, το μεγαλύτερο πρόβλημα εστιάζεται στο Instagram και στο Tik Tok, σύμφωνα με στοιχεία του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου. Τη «δουλειά» για τη σχέση παιδιών – Ιντερνετ πρέπει να την κάνει κυρίως ο γονιός. Δεν είναι τι θα πούμε ως γονείς, αλλά τι κάνουμε οι ίδιοι, λένε οι ψυχολόγοι. [SHUTTERSTOCK]
Από τις πλέον ανησυχητικές εξελίξεις που παρατηρούν οι ειδικοί της γραμμής είναι ότι συνεχώς μειώνεται η ηλικία των παιδιών που μπαίνουν στα σόσιαλ μίντια. «Όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά, τόσο μεγαλύτερες οι επιπτώσεις. Ο εθισμός σε αποκόβει από το περιβάλλον όπου φυσιολογικά θα αναπτυσσόσουν, από τον αθλητισμό, τη μουσική, τον χορό. Όταν πια ξεκολλήσει, με τι θα ασχοληθεί το παιδί;» τονίζει ο κ. Κορμάς. «Σκεφτείτε, τα παιδιά που είναι όλη μέρα στο Tik Tok ή στο Fortnite (σ.σ. διαδικτυακό παιχνίδι) τι θα θυμούνται από το σχολείο; Δεν θα θυμούνται μια παράσταση ή τις παρέες τους, αλλά ότι εκείνη την εποχή όλη μέρα ήταν κλεισμένα μέσα κι έπαιζαν. Χάνεται η παιδικότητα, η αθωότητα. Παιδιά με δεξιότητες, παιδιά-αστέρια καθηλώνονται εκεί».
Οι περισσότερες κλήσεις γίνονται από τους γονείς, οι οποίοι συχνά αναφέρουν την ύπαρξη μεγάλων εντάσεων στο σπίτι. «Πολύ συχνά ο εθισμός φτάνει τα πράγματα στα άκρα, μπορεί να υπάρξουν βιαιοπραγίες, έχουμε δει και παιδιά να φεύγουν από το σπίτι». Οπως σημειώνει, ιδιαίτερη αξία έχουν και οι μαρτυρίες των ίδιων των παιδιών που κατάφεραν να «βγουν» από το πρόβλημα. «Καταλογίζουν στους γονείς τους ότι δεν ήταν εκεί για να τα προστατεύσουν. Πάντα αυτά τα παιδιά μάς αναφέρουν ότι βλέπουν στο όνειρό τους ότι είναι καλοί μαθητές, ότι κάνουν δραστηριότητες με άλλα παιδιά. Τους έχει μείνει δηλαδή απωθημένο».
Η συμβουλή του Γιώργου Κορμά στους γονείς μικρών παιδιών είναι να είναι αποτρεπτικοί στη χρήση κοινωνικών δικτύων. «Δεν θα τους προσφέρει τίποτα στην ανάπτυξή τους, το αντίθετο. Πώς θα μάθει, για παράδειγμα, το παιδί τι σημαίνει αναστολή; Μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα βίας και μισαλλοδοξίας με κίνδυνο να αναπτύξουν επιθετικότητα. Τα πρότυπα στο Ιντερνετ είναι πολύ πιο ισχυρά από αυτά που του δίνει η οικογένεια ή το σχολείο, δημιουργείται σύγχυση στα παιδιά». Σε ό,τι αφορά τους γονείς μεγαλύτερων παιδιών, να ανοίξουν μαζί τους κουβέντες και να φροντίσουν να έχουν ποιοτικό ύπνο. «Θεωρείται παραμέληση από τον γονιό το παιδί να ξενυχτά συστηματικά».
Η Μαρία Μουζάκη, ψυχολόγος και συστημική ψυχοθεραπεύτρια της Μονάδας Εφηβικής Υγείας (ΜΕΥ) της Β΄ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Παίδων «Π. & A. Κυριακού», η οποία δέχεται περιστατικά εθισμού στο Διαδίκτυο, συμφωνεί ότι τη «δουλειά» πρέπει να την κάνει κυρίως ο γονιός. Όπως επισημαίνει στην «Κ», «στην πανδημία το πράγμα ξέφυγε, σπρώξαμε τα παιδιά στους υπολογιστές. Όμως τα παιδιά από πού παίρνουν παράδειγμα; Δεν είναι τι θα πούμε οι γονείς, είναι τι κάνουμε οι ίδιοι. Και οι γονείς στην πανδημία φέραμε τη δουλειά μας στο σπίτι και καθίσαμε μπροστά από τον υπολογιστή. Τα πιο μικρά παιδιά, όμως, δεν μπορούν να διαχωρίσουν ότι αυτό είναι δουλειά, βλέπουν απλώς τη μαμά και τον μπαμπά μπροστά στην οθόνη, σε κοινή θέα. Είμαστε απόντες – παρόντες».
Σύμφωνα με την κ. Μουζάκη, μάλιστα, τα προβλήματα εξάρτησης των παιδιών από το Διαδίκτυο έχουν πολύ συχνά να κάνουν με «το πώς ο γονιός χειρίζεται τα δικά του ζητήματα και με την αδυναμία του να οριοθετήσει και να συμβουλεύσει». Όπως λέει, υπάρχει διέξοδος, αλλά χρειάζεται πολλή δουλειά κυρίως από τους ίδιους τους γονείς. «Να μην είμαστε ζωντανοί νεκροί. Πώς να είναι τα παιδιά μας κοινωνικά και να έχουν παρέες όταν εμείς κλεινόμαστε σε δουλειές και γάμους που δεν μας ευχαριστούν; Ένας έφηβος που βρίσκει παρηγοριά στον υπολογιστή δεν ξέρει πώς να ζήσει, πώς να νοηματοδοτήσει τη ζωή του».
Πηγή: www.kathimerini.gr
Αν είστε από αυτούς που πιστεύουν ακόμα, ότι την Black Friday θα βρείτε να αγοράσετε κάτι σε ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ προσφορά, δείτε αυτό το βίντεο.
Ο Μιχάλης Τζεζαϊρλίδης, αναλύει σε αυτό το βίντεο «εκ των έσω», γιατί ειδικά κινητά τηλέφωνα, laptop, τηλεοράσεις και οικιακές συσκευές, δεν γίνονται ποτέ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ προσφορές.
Στις μέρες μας, οι μαθητές φαίνεται ότι ολοένα και περισσότερο δυσκολεύονται να μείνουν συγκεντρωμένοι σε ένα πράγμα και ότι η προσοχή τους είναι πολύ εύκολο να διαταραχθεί από οποιοδήποτε μικρό ή μεγάλο περισπασμό», γράφει ο καθηγητής Φυσικής, κ. Δημήτρης Τσιριγώτης και ξεκαθαρίζει ότι δεν αναφέρεται στο ποσοστό των παιδιών που έχουν ΔΕΠΥ, αλλά στο σύνολο των μαθητών.
Καταρχάς να πούμε ότι η αδυναμία συγκέντρωσης προσοχής (short attention span) δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο και δεν αφορά μόνο τα παιδιά. Το ίδιο ακριβώς πρόβλημα παρατηρείται τη σημερινή εποχή και στους ενήλικες.
Γιατί, όμως, συμβαίνει;
Σε σχετική έρευνα που έγινε το 2015 στον Καναδά (έλαβαν μέρος 2100 άτομα) διαπιστώθηκε ότι ενώ το έτος 2000 η μέση δυνατή ανθρώπινη συγκέντρωση ήταν 12 δευτερόλεπτα, στις μέρες μας έχει μειωθεί στα 8 δευτερόλεπτα.
Δηλαδή μέσα σε ελάχιστα χρόνια οι άνθρωποι έχουν απολέσει το ένα τρίτο (1/3) της διάρκειας της συγκέντρωσής τους.
Μάλιστα για να διασκεδάσουν λίγο τις εντυπώσεις οι υπεύθυνοι των ερευνών ανακοίνωσαν ότι οι άνθρωποι πλέον έχουν μικρότερη διάρκεια συγκέντρωσης ακόμα και τα χρυσόψαρα (τα οποία ακολουθεί η φήμη ως το είδος με τη μικρότερη διάρκεια συγκέντρωσης, μόλις 9 δευτερολέπτων).
Τα αποτελέσματα της έρευνας φυσικά δεν ευχαρίστησαν και πολύ την Microsoft γιατί φωτογράφιζαν ως ηθικό αυτουργό του προβλήματος τη χωρίς μέτρο χρήση των υπολογιστών, των Smartphones, των tablets και πάνω από όλα το σερφάρισμα στο διαδίκτυο και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια.
Η Microsoft προσπάθησε να προλάβει τις τυχόν αντιδράσεις δηλώνοντας ότι η απώλεια μέρος της συγκέντρωσης του ανθρώπου αντισταθμίζεται από την αύξηση της ικανότητας για multitasking (να κάνει ταυτόχρονα πολλές εργασίες).
Είναι όμως αυτό αληθές; Αν μιλάμε για εργασίες στους υπολογιστές πιθανόν η Microsoft να έχει δίκιο αλλά αν μιλάμε για οποιεσδήποτε άλλες εργασίες μάλλον έχει συμβεί το ακριβώς αντίθετο από αυτό που ισχυρίζεται.
Ένα ακόμα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα της παραπάνω έρευνας που έγινε στον Καναδά είναι ότι στις νεαρές ηλικίες (15-25 ετών) το 77% των ερωτηθέντων απάντησε ότι όταν δεν υπάρχει κάτι άλλο που να τραβάει την προσοχή τους, το πρώτο πράγμα που τους έρχεται στο μυαλό είναι να ασχοληθούν με το κινητό τους.
Αυτό φαντάζομαι είναι κάτι που όλοι το έχουμε διαπιστώσει για τους σημερινούς νέους που είναι μόνιμα με το κινητό τηλέφωνο στο χέρι. Στο χέρι και όχι στο αυτί όπως ήταν οι νέοι της ακριβώς προηγούμενης γενιάς.
Ας επιστρέψουμε πάλι στους μαθητές. Στην εποχή μας μοιάζουν σαν να ζουν σε δυο παράλληλους κόσμους. Στον έναν κόσμο, αυτόν εκτός σχολείου, τα παιδιά αντικρίζουν τον κόσμο πολλές ώρες τη μέρα μέσα από μια οθόνη. Μια οθόνη υπολογιστή, κινητού, tablet ή τηλεόρασης.
Οι εικόνες εναλλάσσονται αστραπιαία, τα χρώματα είναι σε πανδαισία, υπάρχει βομβαρδισμός πληροφοριών και η πρόσβαση σε οποιαδήποτε πληροφορία ή τόπο είναι εφικτή με το πάτημα ενός κουμπιού. Το πιο σημαντικό είναι ότι το παιδί έχει την ψευδαίσθηση της επιλογής σε ένα άπειρο μενού.
Και επειδή ακριβώς είναι άπειρο και είναι και πανεύκολο επιλέγει να πάρει λίγο από όλα από το μενού αυτό. Έτσι μεταπηδά από τη μια πληροφορία στην άλλη χωρίς να στοχάζεται, χωρίς να κρίνει κριτικά και χωρίς να μαθαίνει τίποτα ουσιαστικό που θα το βοηθούσε να ωριμάσει. Σε ένα ξέφρενο σερφάρισμα με μοναδικό καύσιμο την αδρεναλίνη.
Στον δεύτερο παράλληλο κόσμο, στον κόσμο του σχολείου, έχουμε τα παιδιά να πρέπει συνήθως σχεδόν ακίνητα να παρακολουθούν έναν και μοναδικό άνθρωπο(εκπαιδευτικό) για τουλάχιστον μια ώρα που επιπλέον απαιτεί από αυτά απόλυτη συγκέντρωση.
Αλήθεια, έχουμε αναρωτηθεί ποτέ πόσο εύκολο είναι να μεταπηδά ο μαθητής από τον ένα παράλληλο κόσμο των υψηλών ταχυτήτων και διαρκούς εναλλαγής εικόνων στον άλλο κόσμο της σχεδόν παγωμένης εικόνας;
Οι εκπαιδευτικοί όσο ικανοί και να είναι, όσο ενδιαφέρον μάθημα και να προσφέρουν, είναι σίγουρο, ότι δεν μπορούν να επιτύχουν συγκέντρωση των μαθητών τους όταν εκείνοι όλη την υπόλοιπη μέρα έξω από το σχολείο εθίζονται στην, χωρίς σταματημό, διάσπαση της συγκέντρωσής τους .
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως, αξιοσημείωτη αύξηση μιας εντελώς πρωτότυπης μορφής μαθησιακής και αναπτυξιακής δυσκολίας, της «δυσπραξίας».
Η «δυσπραξία» (Clumsy Child Syndrome) είναι μια διαταραχή ανάπτυξης των κινητικών δεξιοτήτων. Τα παιδιά έχουν αδυναμία συντονισμού των κινήσεων που είναι πιθανό να επηρεάσει τη συμμετοχή τους σε καθημερινές δραστηριότητες, τις σπουδές και την εργασιακή ζωή.
Ολοένα και περισσότερα παιδιά είναι πάρα πολύ αδέξια και δεν μπορούν να κάνουν απλές κινήσεις με τα άκρα τους ,όπως το να φάνε με μαχαιρο-πήρουνο ή να κάνουν καλά γράμματα που οφείλεται στο ότι δεν κρατάνε σωστά το στυλό.
Όσοι είναι εκπαιδευτικοί σίγουρα θα έχουν διαπιστώσει τα τελευταία χρόνια μια αλλαγή προς το χειρότερο της ποιότητας των γραμμάτων που κάνουν οι μαθητές. Σπάνια συναντάς πλέον γραπτό με σχετικά καλά γράμματα.
Με απίστευτη όμως ταχύτητα οι ίδιοι αυτοί μαθητές πληκτρολογούν ένα μήνυμα στο κινητό ή στον υπολογιστή τους. Τα σημερινά παιδιά προτιμούν δηλαδή να πληκτρολογούν παρά να γράφουν με το χέρι.
Και σε αυτή την περίπτωση έχουμε τους δύο κόσμους του παιδιού που ανταγωνίζονται: Στον κόσμο έξω από το σχολείο όπου τα παιδιά επικοινωνούν πληκτρολογώντας συνήθως λίγες και μικρής γκάμας λέξεις και στον κόσμο του σχολείου όπου τα παιδιά γεμίζουν ατέλειωτες σελίδες τετραδίων γραμμένες με το χέρι. Ένα χέρι που ολοένα και περισσότερο ξεμαθαίνει να γράφει και μαθαίνει να κτυπά πλήκτρα ή οθόνες αφής.
“Σύμφωνα με την UNESCO, ο πιο ποιοτικός δείκτης για το αν ένα παιδί πρόκειται να έχει ευτυχισμένη πορεία στο σχολείο και στην μελλοντική του εργασία είναι το αν διαβάζει για ευχαρίστηση.”
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα σημερινά παιδιά όχι μόνο δεν διαβάζουν για ευχαρίστηση αλλά ότι γενικά δεν διαβάζουν βιβλία ή κείμενα που δεν αφορούν τα μαθήματά τους στο σχολείο.
Πολλές φορές έχω ρωτήσει τους μαθητές μου( γυμνασίου και λυκείου) αν διαβάζουν λογοτεχνικά βιβλία. Πλην ελάχιστων εξαιρέσεων οι απαντήσεις τους δείχνουν ότι δεν έχουν διαβάσει λογοτεχνικά βιβλία. Ένας δυο σε κάθε τμήμα πιθανόν να απαντήσουν ότι έχουν διαβάσει κάνα-δυό βιβλία του τύπου Dan Brown.
Μέχρι εκεί. Αν τους ρωτήσεις τους λόγους αυτής τους της άρνησης θα σου πουν ότι έχουν κουραστεί από το διάβασμα γενικότερα αφού διαβάζουν πολλές ώρες για το σχολείο και γι’ αυτό προτιμούν κάτι πιο ξεκούραστο όπως το σερφάρισμα στο διαδίκτυο ή να παίξουν κάποιο ηλεκτρονικό παιχνίδι.
Η συντριπτική πλειοψηφία τους δηλώνει αποστροφή στα μεγάλα κείμενα και ότι είναι αδύνατον να συγκεντρωθεί για αρκετή ώρα για να διαβάσει έστω και μια σελίδα ενός κειμένου.
Το πιο ανησυχητικό είναι αυτό που μου είπαν πολλοί μαθητές μου: ότι τις περισσότερες φορές δεν καταλαβαίνουν τι λέει το κείμενο και ότι στην πραγματικότητα δεν διαβάζουν αλλά κατά κάποιο τρόπο «σκανάρουν» με τα μάτια τους το κείμενο ψάχνοντας μια χρήσιμη πληροφορία ή κάποιες λέξεις κλειδιά για να «αρπαχτούν» νιώθοντας ότι πνίγονται σε έναν ωκεανό λέξεων.
Αντί δηλαδή τα παιδιά να λαχταρούν να «χαθούν» μέσα σε μια ωραία λογοτεχνική ιστορία, νιώθουν ότι πνίγονται και διακατέχονται από την βασανιστική αγωνία να βγουν από αυτή όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Το γεγονός αυτό, θεωρώ, ότι πρέπει να μας προβληματίσει.
Φυσικά οι ευθύνες πρέπει να αναζητηθούν στους ενήλικες. Καταρχάς στο εκπαιδευτικό μας σύστημα που αντί να δίνει κίνητρο στα παιδιά ώστε να θέλουν να διαβάζουν για ευχαρίστηση τα κάνει να νιώθουν απέχθεια και τα ωθεί να διαβάζουν μόνο χρησιμοθηρικά ώστε να επιτυγχάνουν υψηλές βαθμολογίες.
Οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς οφείλουν να εξηγούν στα παιδιά την αξία της λογοτεχνίας και του διαβάσματος για ευχαρίστηση και όχι μόνο να επαναλαμβάνουν το γνωστό μότο : «διάβασε για να πάρεις καλούς βαθμούς».
Φυσικά τα παιδιά μας δεν πείθονται μόνο με τα λόγια αλλά με τα παραδείγματα των ενηλίκων. Πότε δηλαδή ήταν η τελευταία φορά που εμείς οι ίδιοι διαβάσαμε ένα ολόκληρο λογοτεχνικό βιβλίο; Επαναλαμβάνω: ολόκληρο.
Και πόσοι από εσάς που διαβάζετε αυτή τη στιγμή αυτό το συγκεκριμένο άρθρο δεν ρίξατε ήδη κλεφτές ματιές για να δείτε αν έχει πολύ ακόμα μέχρι να τελειώσει;
Πόσοι από εμάς αντί να διαβάζουμε από την αρχή ένα άρθρο προτιμάμε να πηγαίνουμε κατευθείαν στο τέλος του, στα «γαργαλιστικά» σχόλια των αναγνωστών;
Δηλαδή αν εμείς οι ενήλικες εθιζόμαστε στην αναζήτηση στο διαδίκτυο του όσο γίνεται μικρότερου μηνύματος, του τσιτάτου, της ατάκας, του αποφθέγματος, του σλόγκαν και έχουμε γίνει εικονολάτρες και τεμπέληδες της ανάγνωσης τι διαφορετικό μπορούμε να περιμένουμε από ένα παιδί;
Ένα άλλο ανησυχητικό σύμπτωμα που παρατηρείται στους σημερινούς μαθητές είναι η μεγάλη δυσκολία τους να εκφραστούν σωστά. Οι περισσότεροι μπορούν εύκολα να παπαγαλίσουν αλλά είναι αδύνατον να σου εξηγήσουν κάτι με δικά τους λόγια.
Το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούν είναι φτωχό και στις περιγραφές τους υπάρχει έλλειψη δομής λόγου, ηχοχρώματος και συναισθήματος. Θα τολμήσω να χρησιμοποιήσω έναν αδόκιμο όρο για να περιγράψω το πρόβλημα: «περιγραφική δυσλεξία».
Το πρόβλημα αυτό εμφανίζεται ως αλυσιδωτή αντίδραση που γεγονότος ότι τα παιδιά δεν διαβάζουν βιβλία εκτός σχολείου αλλά και του ότι παραμένουν αμίλητα για μεγάλη διάρκεια της ημέρας, είτε στο σχολείο ή φροντιστήριο ακούγοντας παθητικά τον εκπαιδευτικό είτε στο σπίτι καθηλωμένα μπροστά από ένα σχολικό βιβλίο ή από μια οθόνη.
Ο στόχος συγγραφής αυτού του κειμένου δεν είναι να δαιμονοποιήσει τις νέες τεχνολογίες, το διαδίκτυο, τις νέες ανθρώπινες συνήθεις και συμπεριφορές που προκύπτουν από την τεχνολογική «έκρηξη» των τελευταίων ετών. Θα ήταν άλλωστε και παράλογο κάτι τέτοιο αφού ο λόγος που διαβάζετε αυτό το κείμενο αυτή τη στιγμή είναι χάρη στις νέες τεχνολογίες.
Όπως σε όλα τα σημαντικά θέματα που αφορούν την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους έτσι και εδώ δεν μπορούμε να θεωρήσουμε υπεύθυνο το μέσο όσο τη χρήση του από τους ανθρώπους.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανακοπεί. Αυτό που έχει σημασία είναι να αποφασίσουμε η χρήση της να είναι δημιουργική που ενεργοποιεί τον ανθρώπινο νου παρά να είναι αποβλακωτική που τον αχρηστεύει.
Προσωπικά ανησυχώ με την εικόνα ανθρώπων να είναι σκυμμένοι πάνω σε ένα smartphone ή tablet χαμένοι μέσα σε ένα δικό τους ψηφιακό κόσμο αδιαφορώντας για τον πραγματικό που είναι γύρω τους. Ο κόσμος είναι τόσο απέραντος που δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε λίγες ίντσες. Να προσέξουμε.
Η σμίκρυνση του κόσμου, στο τέλος θα μας κάνει και εμάς μικρούς για να χωρέσουμε μέσα του. Πράγματα μπορούν να συμβούν και χωρίς να κοινοποιηθούν. Μηνύματα μπορούν να δοθούν και χωρίς να αποσταλούν.
Ερωτήσεις μπορούν να απαντηθούν και χωρίς να γκουγκλαριστούν. Δειλινά και πανσέληνοι μπορούν να μαγέψουν και χωρίς να φωτογραφηθούν. Κοιτώντας μόνο μέσα σε αυτές τις οθόνες χάνουμε όλον τον σκληρό αλλά υπέροχο κόσμο.
Ανησυχώ με την διαφαινόμενη διάθεση των ανθρώπων να ανταλλάξουν όλα τα σπουδαία ανθρώπινα επιτεύγματα του παρελθόντος όπως τις τέχνες, τη λογοτεχνία, τις επιστήμες , τη φιλοσοφία, την παιδεία με τα τεχνολογικά ευρήματα των δύο τελευταίων δεκαετιών. Επί παραδείγματι, πως μπορεί αλήθεια να συνεχίσει να υπάρχει η λογοτεχνία αν κανείς δεν θα θέλει να διαβάζει βιβλία;
Ανησυχώ επίσης για την τυχόν απώλεια της κινητήριας δύναμης της έως σήμερα ανθρώπινης πολιτισμικής εξέλιξης που δεν είναι άλλη από την φαντασία και την περιέργεια.
Σε έναν κόσμο δηλαδή που η εικονική πραγματικότητα ξεπερνάει την φαντασία μας για ποιο λόγο θα χρειάζεται να εξακολουθήσει να υπάρχει η φαντασία;
Κυρίως όμως ανησυχώ γιατί βλέπω τις επιπτώσεις στα παιδιά δηλαδή σε ανθρώπους που δεν έχουν ακόμη προλάβει να δημιουργήσουν εξισορροπητικούς μηχανισμούς γιατί πολύ απλά δεν έχουν γνωρίσει κάτι διαφορετικό, όπως είχαν γνωρίσει οι παλαιότερες γενιές.
Παιδιά που δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν, να διαβάσουν, να γράψουν, να εκφραστούν σωστά και εν τέλει να σκεφτούν καθαρά. Φυσικά και δεν πρέπει στη σύγχρονη εποχή τα παιδιά να είναι «τεχνολογικά αναλφάβητα» αλλά μην φτάσουμε και στο σημείο να γίνονται «αναλφάβητα» σε όλα τα υπόλοιπα ασχολούμενα αποκλειστικά με την τεχνολογία.
Αναρωτιέμαι μήπως τρέχοντας με τόσο μεγάλες ταχύτητες ξεχάσαμε που αρχικά θέλαμε να πάμε. Υπάρχει άραγε κάτι που μπορεί να ανακόψει αυτή την ξέφρενη πορεία; Φυσικά. Λέγεται ανθρώπινη επαφή, ανθρώπινη σχέση, ανθρώπινη επικοινωνία και αληθινή παιδεία.
Ο πολιτισμός μας δεν υπάρχει μόνο τα τελευταία είκοσι χρόνια. Το παρελθόν μας κρύβει αμέτρητο πλούτο που μπορεί να δράσει εξισορροπητικά στη χρήση των νέων τεχνολογιών. Εδώ είναι το κλειδί κατά τη γνώμη μου. Αλλιώς, πολύ φοβάμαι, το άμεσο μέλλον θα ισοπεδώσει όλο το παρελθόν μας.
Όσο για εμάς τους εκπαιδευτικούς οφείλουμε να μιλάμε στα παιδιά, να τους εξηγούμε. Και κυρίως να τα ακούμε. Έχουν πολλά να πούνε. Έστω και μπροστά από μια οθόνη…..
Δημήτρης Τσιριγώτης, Φυσικός
Σχόλιο: Δυστυχώς όλα αυτά τα διαπιστώνουμε καθημερινά οι εκξπαιδευτικοί στα σχολεία. Εξαιρετικά έντονα είναι δύο φαινόμενα:
1) Η "περιγραφική δυσλεξία" που περιγράφει ο συντάκτης του άρθρου. Συνήθως την συνοδεύει μικρό λεξιλόγιο με απλές καθημερινές λέξεις. Απουσιάζουν οι πιο σύνθετες λέξεις.
2) Η έλλειψη φαντασίας
Από τις STEM δεξιότητες στον κλάδο της εκπαίδευσης μέχρι την τεχνολογία 5G και από την τεχνητή νοημοσύνη μέχρι τους «ψηφιακούς μετανάστες» και «ψηφιακούς ιθαγενείς» της σημερινής εποχής, ο Μιχάλης Μπλέτσας, εκ των κορυφαίων επιστημονικών στελεχών του ΜΙΤ, έχει να πει πολλά: Διευθυντής πληροφορικής (computing) και ερευνητής στο MIT Media Lab, o διακεκριμένος Έλληνας επιστήμονας από τα Χανιά άρχισε την επιστημονική του πορεία σπουδάζοντας ηλεκτρολόγος μηχανικός στο ΑΠΘ, και συνέχισε στις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα στο Boston University και στο Northeastern University, στους τομείς της βιοϊατρικής μηχανικής και της μηχανικής υπολογιστών. Αυτή τη στιγμή το αντικείμενό του είναι οι ψηφιακές ερευνητικές υποδομές, ωστόσο είναι γνωστός, μεταξύ άλλων, ως μέλος της ομάδας δημιουργών και σχεδιαστών της πρωτοβουλίας «One Laptop Per Child», και έλαβε το βραβείο Index το 2007 για τη συμβολή του στην υποστήριξη της πρόσβασης παιδιών από αναπτυσσόμενες χώρες στην τεχνολογία και την εκπαίδευση. Σήμερα ζει στη Βοστώνη, ωστόσο δεν έχει χάσει την επαφή του με τα δρώμενα στη χώρα μας, την οποία επισκέπτεται με τη γυναίκα και τα δύο του παιδιά, ενώ από το 2018 είναι μέλος του Κύκλου Πρεσβευτών του Ιδρύματος Vodafone.
Στο πλαίσιο της δουλειάς του με το Ίδρυμα Vodafone, ο κ. Μπλέτσας ασχολείται, μεταξύ άλλων, με το πρόγραμμα Generation Next- εκπαiδευτικό πρόγραμμα ανάπτυξης STEM (Science, Technology, Engineering, Mathematics) δεξιοτήτων, με ελεύθερη πρόσβαση για όλους στις νέες τεχνολογίες και την επιστήμη. Μέρος του προγράμματος είναι η εκπαιδευτική πλατφόρμα Generation Next, όπου μαθητές Γυμνασίου και Λυκείου και καθηγητές, από οποιαδήποτε γωνιά της Ελλάδας, μπορούν δωρεάν να περιηγηθούν, να εμπνευστούν, αλλά και να αποκτήσουν ψηφιακές δεξιότητες και γνώσεις σε βασικές θεματικές STEM μέσα από μία ποικιλία εκπαιδευτικών ενοτήτων (από αστρονομία και App Development μέχρι Internet of Things, Έξυπνη Πόλη κ.α). Οι συμμετέχοντες μπορούν να λαμβάνουν μέρος στον πανελλήνιο διαγωνισμό Generation Next (μέλος της κριτικής επιτροπής του οποίου είναι και ο κ. Μπλέτσας) που διεξάγεται δύο φορές το χρόνο με έπαθλο για τη μεγάλη νικητήρια ομάδα ένα ταξίδι στη Σίλικον Βάλεϊ.
Σε έναν (ψηφιακό) κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, τα ερωτήματα ως προς την εκπαίδευση, την αγορά εργασίας, την εξέλιξη της τεχνολογίας κτλ είναι πάρα πολλά- και ο διακεκριμένος Έλληνας επιστήμονας απάντησε σε αυτά, και σε ακόμα περισσότερα, μιλώντας στη HuffPost Greece.
Ένας από τους μεγαλύτερους προβληματισμούς όσον αφορά στην αποκαλούμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση έχει να κάνει με τις αλλαγές στην αγορά εργασίας και αυτά που πρέπει να αλλάξουν στην εκπαίδευση προκειμένου να προσαρμοστεί ο πληθυσμός σε αυτήν. Οι απαισιόδοξοι μιλούν για τον κίνδυνο μιας αλματώδους ανόδου της ανεργίας λόγω της αυτοματοποίησης και της εξαφάνισης παλαιών επαγγελμάτων- οι αισιόδοξοι λένε πως τα επαγγέλματα που θα εξαφανιστούν θα αντικατασταθούν από καινούρια.
Για τον διευθυντή πληροφορικής του ΜΙΤ Media Lab, η άποψη περί δημιουργίας νέων επαγγελμάτων είναι μια σωστή θέση, «μα δεν έχει πρακτικό ενδιαφέρον αν ξεχάσεις τον αντίλογο. Ο αντίλογος είναι ότι οι καινούριες δουλειές που θα δημιουργηθούν δεν θα υπάρχουν οι άνθρωποι που θα έχουν τα προσόντα που θα τις κάνουν».
Όπως τονίζει ο κ. Μπλέτσας, πρόκειται για θέμα παιδείας- και ειδικότερα συνεχούς παιδείας, «δια βίου εκπαίδευσης, εκπαίδευσης με τρόπο που σου επιτρέπει να συνεχίσεις να μαθαίνεις, με τρόπο που σε κάνει να καταλαβαίνεις τον κόσμο γύρω σου. Δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να κατανοήσουμε τον κόσμο γύρω μας αν δεν έχουμε κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις μαθηματικών. Δεν μπορούμε να κρίνουμε όλα αυτά τα πράγματα περί τεχνητής νοημοσύνης αν δεν έχουμε κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις φιλοσοφίας».
Αναφερόμενος ειδικότερα στις δεξιότητες που ζητά πλέον η αγορά εργασίας, ο διακεκριμένος επιστήμονας τονίζει πως πρόκειται για δεξιότητες που «είναι σύνθετες και σχετικά αφηρημένες, αυτό που λένε “soft skills”. Δημιουργικότητα, αναλυτική και συνθετική ικανότητα, να μπορείς να αναλύσεις και να λύσεις ένα πρόβλημα, συνεργατικότητα, να μπορείς να συνεργαστείς. Τα προβλήματα του κόσμου δεν λύνονται από έναν άνθρωπο πια, ζούμε σε ένα πολύ πολύπλοκο περιβάλλον, ζητάνε επικοινωνιακότητα. Όλα αυτά τα μαθαίνεις δουλεύοντας σε ομάδες, φτιάχνοντας κάτι για να λύσεις ένα πρόβλημα, οπότε ο καλύτερος τρόπος για να το κάνεις αυτό, κατά την άποψή μου, είναι με STEM μεθοδολογίες: Αντί να πεις στον άλλον ότι θα κάνεις μόνο Φυσική σε μία τάξη και μόνο Μαθηματικά σε μία άλλη, τον βάζεις να λύσει ένα πρόβλημα, να δουλέψει σε μια ομάδα και να τα δει αυτά στην εφαρμογή τους, καθώς έτσι είναι που σου μένουν».
Η τεχνολογική εκπαίδευση, σημειώνει ο κ. Μπλέτσας ανέκαθεν αντιμετωπιζόταν ως κάτι «παρακατιανό»- και στην Ελλάδα αυτό είναι πιο έντονο. «Βλέπαμε το κάθε αντικείμενο μόνο του, ξεκομμένο. Αυτό ισχύει για όλη την εκπαίδευση. Τα αντικείμενα τα βλέπαμε πάντα σε “σιλό”, γιατί θεωρητικά αυτό που ζητούσε η αγορά εργασίας ήταν κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις, τις οποίες θα εφάρμοζες συνεχώς, οπότε δεν θα χρειαζόταν να σκεφτείς κριτικά πάρα πολύ. Η εποχή της εξειδίκευσης τελείωσε- ειδικά στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και στην αρχή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Και αν κάτι έχω καταλάβει όλα αυτά τα χρόνια στο ΜΙΤ, είναι ότι ποτέ δεν είχε πολύ μεγάλα στεγανά μεταξύ των τμημάτων. Εδώ στην Ελλάδα, στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν μπορούσες να πάρεις καν μάθημα από άλλο τμήμα: Θυμάμαι στο Πολυτεχνείο το ίδιο μάθημα το είχαν και οι ηλεκτρολόγοι και οι μηχανολόγοι, αλλά δεν μπορούσαν να το κάνουνε μαζί. Αυτά τα στεγανά δεν υπάρχουν στα κανονικά πανεπιστήμια πια. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τελευταίες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, όπου καταργήθηκε ουσιαστικά η Τρίτη Λυκείου σαν τάξη γενικής εκπαίδευσης, όπου κάνεις τα μαθήματα της δέσμης. Λες και μπορεί ένα παιδί 16 χρονών σε έναν κόσμο τόσο περίπλοκο που αλλάζει τόσο γρήγορα να ξέρει τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Αυτή είναι η μεγαλύτερη αδυναμία αυτή τη στιγμή του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος».
Το βασικό πλεονέκτημα των πρακτικών που ακολουθούνται στον κλάδο του STEM, συνεχίζει ο κ. Μπλέτσας, είναι ο συνδυαστικός χαρακτήρας: «Είναι μια συνδυαστική πρακτική που σε βοηθάει να καταλάβεις πώς δουλεύει ο κόσμος γύρω σου, είναι ουσιαστική παιδεία. Καταλαβαίνεις ο κόσμος πώς δουλεύει, όλες αυτές οι συσκευές (κινητά, tablets κλπ) δεν είναι απλά μαύρα κουτιά. Είναι, αν θες, ο Δούρειος Ίππος- σε βάζει σε μια λογική όπου αναπτύσσονται περισσότερο αυτές οι αφηρημένες δεξιότητες που χρειαζόμαστε».
Πώς όμως μπορούν να εφαρμοστούν αυτά στην πραγματικότητα της ελληνικής εκπαίδευσης;
Μιχάλης Μπλέτσας: «Υπό το πρίσμα των STEM πρέπει να έχουμε περισσότερη δραστηριότητα στο σχολείο που να βασίζεται στην επίτευξη κάποιου έργου, το αποκαλούμενο project based learning,που αρχίζει σιγά σιγά- δηλαδή περισσότερες σύνθετες εργασίες που να προϋποθέτουν τη χρήση κάποιων σύγχρονων εργαλείων. Δεν μπορούμε όταν έχουμε πρόσβαση σε τόσο μεγάλο όγκο πληροφορίας, να ζητάμε από τα παιδιά να κάνουν μια εργασία που να λέει “πήγαινε σε βιβλιοθήκη και βρες το ένα τάδε βιβλίο”. Πρέπει να ζούμε με τα σημερινά εργαλεία Τα παιδιά πρέπει να μάθουν γρήγορα να ξεχωρίζουν και να αξιολογούν την πληροφορία που παίρνουν. Αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα, έχουμε πραγματικά λειτουργικά αμόρφωτους ενήλικες. Τα παιδιά είναι πιο συνειδητοποιημένα επειδή έχουν αρχίσει από πιο νωρίς. Πρέπει να μπορείς να κάνεις μια αξιολόγηση. Και αποκτάς τη δυνατότητα να την κάνεις έχοντας κάνει 10 project και έχοντας ακούσει μια κριτική. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν δουλεύει με πολύ καθορισμένα κριτήρια- είναι όλα αποχρώσεις του γκρίζου. Και αυτό είναι που δεν μπορούμε να εκφράσουμε μαθηματικά ακόμα- αυτό, για την ακρίβεια, είναι το πρόβλημα της γενικευμένης ΑΙ. Η πιο ζητούμενη δεξιότητα είναι η δημιουργικότητα».
Για τον διακεκριμένο Έλληνα επιστήμονα, ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας εποχής είναι πως το κέντρο βάρους έχει μετατοπιστεί από την κατοχή της γνώσης στη δυνατότητα αξιολόγησης και χρήσης της: «Πάντα κάποια πράγματα θα πρέπει να γίνονται παράλληλα. Οι STEM δραστηριότητες βοηθούν πάρα πολύ σε αυτούς τους τομείς. Η γνώση δεν είναι πια τόσο σημαντική, τη βρίσκεις. Η κριτική ικανότητα είναι πολύ πιο σημαντική από τη γνώση αυτή τη στιγμή- να μπορείς να αξιολογήσεις τη γνώση. Αν έχεις την κριτική ικανότητα, από εδώ και μπρος θα μπορείς να συνεχίσεις την εκπαίδευση και μόρφωσή σου σε όλη την υπόλοιπη ζωή. Αυτές λοιπόν οι δεξιότητες δεν μαθαίνονται διαβάζοντας κάτι σε ένα βιβλίο, μαθαίνονται στην πράξη. Βάζεις το παιδί να κάνει μια εργασία. Και μετά κάθονται όλοι μαζί και συζητούν τις πηγές που χρησιμοποίησε ο καθένας και γιατί μια πηγή είναι καλύτερη από μια άλλη. Δεν κοιτάς τι έγραψε τόσο πολύ, μα πώς το έγραψε».
Πόσα χρόνια όμως θα χρειάζονταν για να γίνουν τόσο δραστικές αλλαγές στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα; Μήπως πρόκειται στην πράξη για ένα «κυνήγι χίμαιρας»;
Μ. Μπλέτσας: «Θέλει 20 χρόνια αυτό για να αλλάξει. Μα για να γίνει αυτό θα πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία, θα πρέπει να υπάρξει μια αναγνώριση του προβλήματος. Εμείς εδώ είμαστε στη φάση που δεν το αναγνωρίζουμε σαν πρόβλημα ακόμα. Έχουμε ακόμα αυτή την απίστευτη συζήτηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων: Το ότι πήγες σε μια σχολή και έμαθες πέντε πράγματα σου δίνει τη δυνατότητα να βγάζεις χρήματα για την υπόλοιπη ζωή σου, άσχετα με οτιδήποτε άλλο. Και η κοινωνία η ελληνική έτσι αναπτύχθηκε. Έχουν αλλάξει όλα αυτά. Αυτά ήταν της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, της εποχής του ’50 και του ’60, τότε που η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν με διψήφια νούμερα. Το να γίνεις γιατρός ή δικηγόρος σου εξασφάλιζε ένα επίπεδο ζωής που σιγά- σιγά άρχισε να γίνεται σε βάρος του κοινωνικού συνόλου».
Ερωτηθείς για το κατά πόσον θεωρεί πως όλα αυτά γίνονται αντιληπτά από την κυβέρνηση και την κοινωνία, ο κ. Μπλέτσας εκτιμά πως υπάρχει θέμα αντίληψης της ελληνικής κοινωνίας.
Μ. Μπλέτσας: «Δε νομίζω ότι έχει γίνει πεποίθηση της ευρείας μερίδας του πληθυσμού πόσο σημαντικές είναι αυτές οι αλλαγές, πόσο γρήγορα αλλάζουν όλα- πώς χωρίς ένα σοβαρό εκπαιδευτικό σύστημα δεν θα μπορέσουμε να ακολουθήσουμε αυτή την πορεία που αρχίσαμε μετά τον πόλεμο, που από μια απόλυτα κατεστραμμένη χώρα βρεθήκαμε στο κλαμπ των πιο ανεπτυγμένων χωρών στον πλανήτη. Και ο τομέας της παιδείας είναι ο πιο λειτουργικός: Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επένδυση που να μπορείς να κάνεις. Επομένως χρειάζεται σοβαρή συζήτηση και προσήλωση όλου του πολιτικού συστήματος σε αυτούς τους στόχους».
Ερωτηθείς για ποιον λόγο υποδεικνύει τα 20 χρόνια ως το απαιτούμενο χρονικό πλαίσιο, ο κ. Μπλέτσας αναφέρεται στο παράδειγμα της Φινλανδίας: «Έκανε τέτοια προσπάθεια, άλλαξε τους στόχους του εκπαιδευτικού συστήματος και έγινε ένα από τα καλύτερα στην Ευρώπη. Αλλά αυτό πήρε 20 χρόνια. Και χρειάστηκε μια προσήλωση - ότι ναι το κάνουμε, δεν θα το αλλάζουμε κάθε τρεις και λίγο, δεν θα ιδρύουμε πανεπιστήμια- φαντάσματα γιατί θα δουλέψουν οι καφετέριες και τα σουβλατζίδικα. Θα βάλουμε συγκεκριμένους στόχους και θα τους ακολουθήσουμε όλοι. Το τι μπορούμε να κάνουμε λίγο πολύ το έχουν δείξει ένα σωρό άλλες χώρες».
Μ. Μπλέτσας: Είμαι μεγάλος οπαδός του φινλανδικού συστήματος. Είναι η έμφαση στη δημιουργικότητα, στο τα παιδιά να είναι χαρούμενα με αυτό που κάνουν.Ένα από τα πράγματα που δούλεψαν στο φινλανδικό σύστημα είναι ότι πάντα προσπαθούν να βρουν το ταλέντο των παιδιών. Δεν τα φορτώνουν με πάρα πολλή εργασία στο σπίτι, έχουν μια γενικευμένη κατεύθυνση την οποία ακολουθούν όλοι - και αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι οι εκπαιδευτικοί τους μπορούν να το κάνουν αυτό, καθώς είναι πολύ καλά αμειβόμενοι και πολύ καλά εκπαιδευμένοι. Και είναι εκπαιδευτικοί, δηλαδή τα μεταπτυχιακά τους είναι στην εκπαίδευση- είναι μια αύξηση στην ποιότητα συνολικά. Εδώ η εκπαίδευση έχει έναν μαζικό χαρακτήρα, η έμφαση δεν είναι στην ποιότητα. Πρέπει τα πράγματα να φύγουν από το πέρασμα γνώσης και να πάμε στην αξιολόγησή της ή τη μεθοδολογία απόκτησής της. Η βασική δεξιότητα που πρέπει να παίρνουν τα παιδιά στο σχολείο είναι πώς θα συνεχίσεις να μαθαίνεις στην υπόλοιπη ζωή. Αυτό είναι το βασικό, όχι οι γνώσεις που θα πάρεις. Εμένα μου αρέσει η δραστηριότητα του STEM, επειδή πάει τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Εγώ ήμουν όλη μου τη ζωή μέσα στην τεχνολογία, από πολύ μικρός, με βοήθησαν οι γονείς μου, με ενθάρρυναν. Άλλα παιδιά δεν το είχαν αυτό. Οι γονείς μου ήταν μηχανικοί, σπουδαγμένοι, ήξεραν πέντε πράγματα παραπάνω. Δεν ήταν όλα τα παιδιά τόσο τυχερά. Αυτές οι μεθοδολογίες και δράσεις κάνουν πολύ περισσότερα παιδιά κοινωνούς αυτής της κατεύθυνσης, ανεξαρτήτως υποβάθρου, τους δίνουν αυτά τα ερεθίσματα. Εγώ τα είχα εκτός σχολείου, αν δεν τα είχα. δεν ξέρω αν θα ακολουθούσα αυτή την καριέρα. Συμφωνώ επίσης με τη μεθοδολογία, δουλεύουμε σε ομάδες, ξεκινάμε με πρόβλημα, συζητάμε πώς θα το λύσουμε, φτάνουμε σε λύση, την υλοποιούμε, Στην Ελλάδα έχουμε μεγάλο πρόβλημα νοοτροπίας: Μπορεί να μιλάμε πολύ για κάτι, αλλά στην υλοποίηση χωλαίνουμε».
Ο κ. Μπλέτσας μεταφέρει το παράδειγμα της STEM μεθοδολογίας πέρα από τα κλασικά μαθήματα τα οποία αφορά, περνώντας στη σφαίρα της διδασκαλίας της ιστορίας- και εκεί καταφέρεται εναντίον «δογμάτων και ευαγγελίων»: «Σε μια προχωρημένη τάξη ιστορίας, σε ένα καλό σχολείο, δεν υπάρχει ένα βιβλίο, μα μια θεματολογία συνολική. Ο καθηγητής αναθέτει στους μαθητές να διαβάσουν κάποια πράγματα και μετά στην τάξη γίνεται συζήτηση. Ιστορία είναι να καταλάβεις: Έχεις διαφορετικές πηγές και οπτικές, οι οποίες, όσο περνάει ο χρόνος συγκλίνουν. Χρειάζεται κάτι που να αναπτύσσει την κριτική σκέψη, να αναλύσεις τι έγινε, να επιτεθείς σε κάποιους μύθους. Άλλο η επιστήμη και άλλο η κουλτούρα και κάποιοι μύθοι που έχουν πχ χρήση για τη δημιουργία εθνικής ταυτότητας. Όλα χρήσιμα είναι, αλλά πρέπει να καταλάβεις τη διαφορά μεταξύ επιστήμης και μύθου. Υπάρχει ένα δόγμα, ένα “ευαγγέλιο” που πρέπει να μάθουν πολλοί μαθητές. Πέρασε ο καιρός για τα ευαγγέλια, γενικότερα. Πρέπει να πάρεις τις γνώσεις που θα σου χρειαστούν για να συνεχίσεις να μαθαίνεις. Ναι υπάρχουν κάποια πράγματα στα Μαθηματικά που δεν μπορείς να μην τα μάθεις. Αλλά έχει διαφορά το πώς θα τα μάθεις».
Μ. Μπλέτσας: «Όταν πήγαινα σχολείο, θυμάμαι αποστηθίζαμε την προπαίδεια στη Γ′ Δημοτικού. Όταν τα παιδιά μου πήγαν στη Γ′ Δημοτικού, ο δάσκαλος τους εξηγούσε πως ο πολλαπλασιασμός είναι μια γενικευμένη επαναλαμβανόμενη μορφή πρόσθεσης. Προσπαθεί να τους εξηγήσει πώς δουλεύουν τα πράγματα. Κάποιος μπορεί να πει πως όχι, τα παιδιά πρέπει να ξέρουν να κάνουν πράξεις άμεσα. ΓΙΑΤΙ; Λες και κάνει κανείς πράξεις τώρα με το μυαλό του! Καταλαβαίνω πως η παιδεία είναι εκ των πραγμάτων πολύ δύσκολος τομέας για να αλλάξει, γιατί οι γονείς είναι συντηρητικοί, σου λένε “εγώ δεν θέλω το παιδί μου να γίνει πειραματόζωο”. Το θέμα είναι όμως ότι δεν θα είμαστε στην πρωτοπορία, υπάρχουν ήδη επιτυχημένα παραδείγματα, μπορούμε να επιλέξουμε τα στοιχεία που ταιριάζουν περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία μας και στην υπάρχουσα κατάσταση. Είμαι σε ένα εκπαιδευτικό οργανισμό, μα δεν ήταν δουλειά μου η εκπαίδευση. Τα πράγματα όμως πλέον σε χτυπάνε, τα βρίσκεις μπροστά σου ξαφνικά, είναι τόσο προφανή, πονάει να βλέπεις την ελληνική πραγματικότητα και το πόσο πίσω έχει παραμείνει. Έχουν γίνει βήματα, υπάρχουν προσπάθειες, το σχολείο δεν είναι το ίδιο με αυτό που πήγα εγώ, πριν μισό αιώνα σχεδόν. Αλλά αν το συγκρίνεις με αυτά που βλέπω και τα παραδείγματα αριστείας που βλέπω, αυτή την εντύπωση μου δίνει ακόμα».
Αναφερόμενος στη δουλειά του στο πλαίσιο της συνεργασίας του με το Ίδρυμα Vodafone, εκφράζει την ελπίδα οι διάφοροι αυτοί διαγωνισμοί που γίνονται στο πλαίσιο αυτών των εγχειρημάτων να μεγαλώσουν σε κλίμακα και να γίνονται σε πιο συνεργατικό πλαίσιο: «Νομίζω ότι πλέον φτάσαμε στο σημείο όπου υπάρχουν πλέον πολλές παράλληλες προσπάθειες -ευτυχώς!- στην Ελλάδα, και κάποια στιγμή θα πρέπει να αρχίσουν να έχουν μια κοινή κατάληξη».
Μ. Μπλέτσας: «Πιστεύω στην τεχνολογία, είναι το πιο σημαντικό εργαλείο που έχουμε, ο πιο σημαντικός παράγοντας προόδου μετά από κάτι άλλο, που το κατάλαβα πρόσφατα: Η ικανότητα να λέμε ωραίες ιστορίες, που είναι το πιο σημαντικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό και εργαλείο. Είμαστε το μόνο νοήμον ον το οποίο οργανώνεται κάτω από αφηρημένες ιστορίες- πχ θρησκεία, χρήμα, νόμος. Όλα αυτά είναι αφηρημένες ιστορίες, συλλογικά αφηγήματα κάτω από τα οποία οργανώνονται οι ανθρώπινες κοινωνίες. Πρέπει να μπορείς να πεις μια καλή ιστορία τελικά! Αυτό είναι το πιο σημαντικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό και για αυτό καταλαβαίνει κανείς πόσο μακριά είμαστε ακόμα από τη γενικευμένη τεχνητή νοημοσύνη. Οι υπολογιστές δεν μπορούν να πουν ιστορίες! Από την άλλη αυτό που μας συνδέει όλο και περισσότερο είναι η επικοινωνία. Πιστεύω στα θετικά της επικοινωνίας, που είναι απείρως περισσότερα από τα αρνητικά- τα οποία όμως θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε, γιατί καμιά φορά, αν τα αφήσουμε ανεξέλεγκτα έχουμε άσχημες επιπτώσεις και τις βλέπουμε αυτό τον καιρό. Μα γενικά η επικοινωνία είναι βασική ανθρώπινη ανάγκη. Θέλω τα παιδιά να εξοικειωθούν με αυτά τα εργαλεία και πραγματικά να μάθουν να τα χρησιμοποιούν. Όταν έχεις μάθει από μικρός να τα χρησιμοποιείς, βάσει του τρόπου με τον οποίο μαθαίνεις, δημιουργώντας συνδέσεις μεταξύ εννοιών στο κεφάλι σου, τότε τα καταφέρνεις πολύ καλύτερα από κάποιον που είναι ξένος στην τεχνολογία, ή, αλλιώς, “ψηφιακός μετανάστης”. Τα παιδιά είναι “ψηφιακοί ιθαγενείς”, γεννήθηκαν μέσα στην τεχνολογία. Εγώ μάλλον μετανάστευσα νωρίς στον ψηφιακό κόσμο- μάλλον, θα ήθελα να θεωρώ τον εαυτό μου “ψηφιακό ιθαγενή”, αλλά με την ενασχόλησή μου με το Ίδρυμα Vodafone και όλες αυτές τις δραστηριότητες με τα παιδιά καμιά φορά διαπιστώνω πως είμαι λίγο μετανάστης, μα από την άλλη μου δίνει χαρά ότι έχω κάποια κοινά σημεία. Έχω δει την προηγούμενη εποχή. Αυτό είναι και πλεονέκτημα και μειονέκτημα, διότι τείνουμε πάρα πολλά πράγματα να τα “μεταφράζουμε” στον ψηφιακό κόσμο, ενώ δεν μεταφράζονται. Ζούμε διαφορετικά».
Περνώντας σε άλλη σφαίρα «ψηφιακού ενδιαφέροντος» για τον σύγχρονο κόσμο, ο κ. Μπλέτσας αναφέρεται στο μεγάλο θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων, των ΜΜΕ, των κοινωνικής δικτύων και την κουλτούρα του «τζάμπα» στο Ίντερνετ εν γένει. Όπως σημειώνει, βασική αρχή του ψηφιακού κόσμου ήταν ανέκαθεν πως η δημιουργία αντιγράφων είναι δωρεάν.
Μ. Μπλέτσας: «Εμείς είχαμε μάθει ότι κλειδώναμε τα δικαιώματα με βάση το ότι κόστιζε η υλιστική αναπαραγωγή της πληροφορίας, πχ το να τυπώσεις ένα βιβλίο σου κόστιζε. Το να πουλήσεις ένα δίσκο κόστιζε. Με βάση το κόστος, τα ”κλειδώναμε”. Αυτό δεν υπάρχει τώρα πια. Οι σχετικές αυτές νομοθεσίες γίνονται σε μεγάλο βαθμό από ψηφιακούς μετανάστες, έχουν ακόμα πολλά απομεινάρια από την παλιά εποχή - προσπαθούμε κάποια πράγματα που είναι “μούμιες” τελείως, να τα κρατάμε ζωντανά με οποιοδήποτε κόστος χωρίς να καταλαβαίνουμε τα αρνητικά αποτελέσματα που έχουν αυτά στη δημιουργικότητα. Από την άλλη αυτοί που φωνάζουν ενάντια δεν έχουν βρει ακόμα κάποιους τρόπους όπου η δημιουργικότητα θα ανταμείβεται με δίκαιο τρόπο, έστω πιο δίκαιο από ό,τι γίνεται τώρα».
Αναφερόμενος στην κρίση στον Τύπο, σημειώνει πως «τα sites που βγάζουν πολλά χρήματα αυτή τη στιγμή είναι οι aggregators και όχι οι παραγωγοί. Θα πρέπει να βρούμε τρόπους – υπάρχουν διάφοροι, απλά δεν έχουν επιχειρηματικά γίνει πολύ ρεαλιστικοί, δεν υπάρχουν τα κίνητρα- για να μπορείς να πληρώνεις τους παραγωγούς κατευθείαν. Έχουμε τα paywalls, εκεί είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα, που ξεκινά από την ψευδαίσθηση ότι στο Ίντερνετ τα πράγματα είναι δωρεάν. Τα βαθύτερα αίτια που έχουν δημιουργήσει αυτή την κρίση στον Τύπο έχουν να κάνουν με την ψηφιακή εποχή: Παλιά έπρεπε να αγοράσεις την εφημερίδα, μα τώρα έχεις μάθεις κάπως ότι είναι τζάμπα- αλλά έμαθες ότι είναι τζάμπα επειδή κάποιοι θεώρησαν πως ο μόνος τρόπος να κάνεις μπίζνες ήταν μέσω της διαφημιστικής υποστήριξης. Αυτό πρέπει να καταπολεμηθεί. Και πρέπει να καταπολεμηθεί και νομικά, να γίνεται όλο και πιο δύσκολο αυτό το μοντέλο, Η Google δεν είναι η χειρότερη περίπτωση από όλες, η χειρότερη περίπτωση όλων είναι το Facebook».
Μ. Μπλέτσας: Το Facebook δίνει αυτά τα μικρά πακέτα πληροφορίας που είναι σχεδιασμένα με στόχο τις ενδορφίνες σου, προκειμένου να σου δημιουργούν ευχαρίστηση, για αυτό και είναι τόσο εθιστικό. Θα πρέπει κάποια από αυτά τα χρήματα να τα δίνει πίσω. Αυτό πρέπει να επιβληθεί, καθώς δεν έχει κάποιο λόγο το Facebook να το κάνει από μόνο του. Ο κόσμος πρέπει να καταλάβει τι πουλάει- δεν έχει καταλάβει τι πουλάει (τα δεδομένα του) και τι χάνει. Ή, στον αντίποδα, αν θέλεις να έχεις ένα τεράστιο site που δεν θα σου στέλνει διαφημίσεις και δεν θα χρησιμοποιεί τα δεδομένα σου, πρέπει να καταλάβεις ότι εσύ πρέπει να πληρώσεις για αυτό. Εδώ έχουμε ένα τριγωνικό μοντέλο: Εσύ δίνεις δεδομένα στις μεγάλες ιντερνετικές εταιρείες, αυτοί τα πουλάνε και παίρνεις από αυτές κάποια υπηρεσία. Αυτά τα τριγωνικά μοντέλα είναι δύσκολο να αναλυθούν και οι επιπτώσεις τους είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Είναι δύσκολα θέματα αυτά, μα για να γίνει ουσιαστικό βήμα, πρέπει να καταλάβει ο κόσμος πως τίποτα δεν είναι δωρεάν, παντού υπάρχουν κόστη. Αυτό που έγινε, που εκπαιδεύσαμε τον κόσμο στο τζάμπα, διέλυσε τα παραδοσιακά μέσα, και τις εφημερίδες ειδικότερα και είναι τεράστιο πρόβλημα, οι τοπικές εφημερίδες δεν επιβιώνουν. Υπάρχει τεράστια συμπίεση και επιβιώνουν μόνο οι μεγάλοι παίκτες. Προφανώς αυτό είναι και μια από τις αρνητικές επιπτώσεις. Χρειάζεται εφαρμογή νόμων στο ψηφιακό περιβάλλον, κάτι που έχει κόστος εξοπλισμού».
Όταν συζητάς με έναν άνθρωπο του ΜΙΤ, είναι φύσει αδύνατον να μην αναφερθείς σε θέματα όπως η τεχνητή νοημοσύνη. Στο ερώτημα κατά πόσον είμαστε κοντά στην άνοδο της αποκαλούμενης γενικευμένης τεχνητής νοημοσύνης, ο κ. Μπλέτσας σημειώνει πως «κάθε φορά που την πλησιάζουμε, καταλαβαίνουμε πόσο μακριά είναι αυτός ο στόχος. Δυστυχώς φαίνεται πως είναι ένας στόχος που φαίνεται ότι θα μας απασχολεί για πάρα πολλά χρόνια ακόμα. Η άποψή μου είναι πως η εμμονή μας αυτές τις μέρες με τη μηχανική μάθηση (machine learning) είναι πως μας απομακρύνει από τον στόχο της γενικευμένης τεχνητής νοημοσύνης, καθώς έχει πολύ μικρότερους ορίζοντες και πεδία εφαρμογής».
Όσον αφορά στη μηχανική μάθηση ειδικότερα, ο Έλληνας ερευνητής του ΜΙΤ- ο οποίος επί της παρούσης ασχολείται με το πώς θα στηθεί ένα μεγάλο υπολογιστικό σύστημα μηχανικής μάθησης με το μικρότερο δυνατό budget- τονίζει πως «το machine learning δεν είναι νοημοσύνη, το machine learning είναι υπολογιστική στατιστική. Κοιτάζει για συσχετίσεις και όχι για αιτιάσεις. Κοιτά δεδομένα και προσπαθεί να βρει σχέσεις μεταξύ των δεδομένων χωρίς να καταλαβαίνει την όποια αιτίαση μπορεί να υπάρχει. Το πιο κοντινό πράγμα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, που είναι η ανώτερη μορφή νοημοσύνης και ίσως το πιο περίπλοκο σύστημα στο σύμπαν αυτή τη στιγμή, αντιστοιχεί μόνο στο πρώτο επίπεδο επεξεργασίας που γίνεται στα αισθητήρια. Όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που λέμε machine learning. Για να μάθεις σε ένα παιδάκι τι είναι μια γάτα, του δείχνεις μια γάτα μία ή δύο φορές. Για να μάθεις όμως σε ένα σύστημα να αναγνωρίζει γάτες θα πρέπει να του δείξεις εκατοντάδες χιλιάδες εικόνες από γάτες και άλλα ζώα για να μάθει να αναγνωρίζει στο ίδιο επίπεδο με τον άνθρωπο».
Μ. Μπλέτσας: «Τα συστήματα αυτά βασίζονται σε τεράστιους όγκους δεδομένων που χρειάζονται μεγάλη προσπάθεια για να γίνουν χρήσιμα- πρέπει κάποιος να τα κοιτάξει, να τους βάλει ετικέτες πριν τα “ταΐσεις” στο σύστημα μηχανικής μάθησης για να το εκπαιδεύσεις. Και όταν αλλάξει λίγο το πεδίο εφαρμογής, αμέσως αρχίζουν να κάνουν λάθη. Αυτά τα συστήματα μπορούν να βοηθήσουν σε πάρα πολλούς τομείς, μα δεν υποκαθιστούν τον άνθρωπο. Είναι όπως ήταν στη δεκαετία του ’40 και του ’50 που μας βοήθησαν οι υπολογιστές παίρνοντας το φορτίο των αριθμητικών υπολογισμών από πάνω μας. Παρόμοιο ρόλο έχει και το machine learning αυτή τη στιγμή βοηθώντας μας να επεξεργαστούμε αυτόν τον τεράστιο όγκο δεδομένων που μαζεύουμε πλέον.Από τη στιγμή που έχουν αυξηθεί τα διαθέσιμα δεδομένα, το machine learning είναι απαραίτητο για τη διαχείρισή τους και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Είναι πάρα πολλά, δεν μπορείς να βάλεις κάποιον μόνο με το χέρι να τα κάνει. Σε καμία περίπτωση όμως δεν σημαίνει αυτό πως η μηχανική μάθηση θα αντικαταστήσει τον άνθρωπο».
H έλευση του 5G έχει χαιρετιστεί ως η επόμενη μεγάλη επανάσταση στον κόσμο του Ίντερνετ- ωστόσο κάποια στιγμή το ζήτημα απέκτησε τεράστιες διαστάσεις, δεδομένου ότι βρέθηκε στο επίκεντρο του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, με «πέτρα του σκανδάλου» τη Huawei. Τελικά, τι συμβαίνει με το 5G;
Μ. Μπλέτσας: «Όλο και περισσότερα πράγματα περνάνε στις φορητές συσκευές. Για αυτό χρειαζόμαστε ένα δίκτυο με πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες. Επίσης, το 5G αλλάζει και το μοντέλο του Διαδικτύου: Το μοντέλο ως τώρα ήταν πως το δίκτυο είναι απλώς ένα “dumb pipe”, δηλ στέλνει πακέτα από το ένα σημείο στο άλλο. Με το 5G οι υποδομές γίνονται πιο περίπλοκες. Για να το πούμε πολύ απλά, αντί απλώς για “σωλήνες μεταφοράς”, υπάρχουν τώρα και “βρύσες” και “μπάνια” κτλ και ενδιάμεσες δεξαμενές. Μιλάμε πλέον για Internet of Things, αισθητήρες παντού, αυτόνομα οχήματα κ.α. Τα αυτόνομα οχήματα ειδικότερα (τα οποία είναι πολύ μακριά ακόμα, αν και θα έρθουν κάποια στιγμή) είναι μια κλασική εφαρμογή: Το 5G θα είναι απαραίτητο αν χρειαστεί ξαφνικά κάποιος χρειαστεί να αναλάβει τον έλεγχο του οχήματος. Αυτό χωρίς 5G δεν γίνεται, γιατί τα υπάρχοντα δίκτυα έχουν πολύ μεγάλη καθυστέρηση- και ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του 5G είναι ότι επιτρέπει την επικοινωνία σε πραγματικό χρόνο».
Κατά τον κ. Μπλέτσα, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει πως το 5G θα βοηθήσει πάρα πολύ: «Είναι τεράστια η προσπάθεια και πρέπει να γίνει οργανωμένα, συντεταγμένα. Χρειάζονται νέοι κανονισμοί».
Μ. Μπλέτσας: Εκείνο που δεν καταλαβαίνει ο κόσμος, το πολύ απλό, είναι ότι όλες οι εκπομπές που μας απασχολούν είναι αυτές που γίνονται από το τηλέφωνό μας. Όταν η κεραία του σταθμού βάσης είναι κοντά, το τηλέφωνό μας εκπέμπει με πιο χαμηλή ισχύ. Ακτινοβολία υπάρχει παντού, από ένα σωρό φυσικές πηγές - και το φως ακτινοβολία είναι. Το θέμα είναι η ένταση και η ποσότητα που παίρνεις. Όσο περισσότερες κεραίες έχεις στο δίκτυο, τόσο μικρότερη η έκθεση των χρηστών στην ακτινοβολία από τις φορητές τους συσκευές, που είναι οι κύριοι συμμέτοχοι στην ακτινοβολία που δέχονται, όχι η κεραία που είναι μακριά. Το 5G εμένα μου αρέσει πολύ περισσότερο ειδικά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, διότι θα φτιαχτούν υποδομές που θα βελτιώσουν συνολικά την υπηρεσία. Για την Ελλάδα είναι ακόμα πιο σημαντικό το 5G διότι αποτελεί ευκαιρία να φτάσουμε σε ένα καλύτερο επίπεδο όσον αφορά στις ιντερνετικές υποδομές γενικότερα».
ΠΗΓΗ: www.huffingtonpost.gr
Σχόλιο: